θρουβαλιάζω

θρουβαλιάζω
θρουβαλιάζω και θρουβαλίζω και θρουψαλίζω κατακομματιάζω, κάνω θρύψαλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θρουβαλιάζω — και θρουβαλίζω και θρουψαλιάζω [θρούβαλο] θρυμματίζω …   Dictionary of Greek

  • καταθρουλίζω — θρυμματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(ά) * + θρουλίζω «θρυμματίζω» (πρβλ. θρουβαλιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • θρουψαλίζω — βλ. θρουβαλιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”